ευήλιος

ευήλιος
-α, -ο (ΑΜ εὐήλιος, -ον
Α και εὐάλιος, -ον)
1. ο εκτεθειμένος στον ήλιο, ο προσηλιακός, ο ηλιόλουστος (α. «τὴν οἰκίαν... ὅτι χειμῶνος μὲν εὐήλιός ἐστι, τοῦ δὲ θέρους εὔσκιος», Ξεν.
β. «εὐηλίοις ἐν ἁμέραισιν», Αριστοφ.
γ. «ευήλιο διαμέρισμα»)
αρχ.
1. (για πρόσωπα) αυτός που τού αρέσει να λιάζεται, αυτός που αγαπά τον ήλιο
2. φρ. «εὐάλιον πῡρ» — η ηλιακή θερμότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ήλιος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εὐήλιος — sunny masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευήλιος — α, ο αυτός που λιάζεται καλά, που τον λούζει ο ήλιος, αλλ. προσήλιος, προσηλιακός: Σπίτι ευήλιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εὐηλίως — εὐήλιος sunny adverbial εὐήλιος sunny masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐήλιον — εὐήλιος sunny masc/fem acc sg εὐήλιος sunny neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐηλίοις — εὐήλιος sunny masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐηλίοισιν — εὐήλιος sunny masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐηλίου — εὐήλιος sunny masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐηλίους — εὐήλιος sunny masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐηλίῳ — εὐήλιος sunny masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐήλιοι — εὐήλιος sunny masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”